- συναναληψία
- ἡ, Α [συναναλαμβάνω]ανάρρωση, αποκατάσταση τής υγείας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναναληψίαν — συναναληψίᾱν , συναναληψία restoration to a healthy state fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)